- καστράτο
- (castrato). Άνδρας υψίφωνος, ο οποίος υποβάλλεται σε ευνουχισμό (castratus σημαίνει ευνουχισμένος) πριν από την εφηβεία προκειμένου να διατηρηθεί η έκταση της άλτο ή σοπράνο φωνής του. Ο συνδυασμός του λάρυγγα ενός νεαρού αγοριού με το στέρνο και τους πνεύμονες ενός ενήλικου άνδρα έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μιας φωνής με εξαιρετική ισχύ, ευλυγισία και μεγάλη έκταση. Κείμενα του 16ου αι. αναφέρουν ότι τέτοιες φωνές συμμετείχαν στη χορωδία της Καπέλα Σιξτίνα, στη Ρώμη. Από τις αρχές του 17ου έως τα τέλη του 18ου αι. οι κ. ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στην όπερα (σε αυτό συντελούσε και η απαγόρευση των γυναικείων φωνών), καθώς διέθεταν την ικανότητα να ερμηνεύουν πολύπλοκες δεξιοτεχνικές μουσικές συνθέσεις. Πολλοί συνθέτες έγραψαν ρόλους για κ., όπως ο Μότσαρτ και ο Ροσίνι. Ο πιο φημισμένος κ. ήταν ο Κάρλο Μπόσκι, γνωστός ως Φαρινέλι, ενώ ο τελευταίος γνωστός κ., Αλεσάντρο Μορέσκι, πέθανε το 1922.
Dictionary of Greek. 2013.